-
1 εξατμιζω
1) испарять(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τὰ νάματα Plut.)
; med.-pass. испаряться(ἐξατμίζοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.)
2) med.-pass. выдыхаться, улетучиваться(τῆς θερμασίας ἐξατμισθείσης Plut.)
1 εξατμιζω
(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τὰ νάματα Plut.)
; med.-pass. испаряться(ἐξατμίζοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.)
(τῆς θερμασίας ἐξατμισθείσης Plut.)